Cineντευξη:Γιάννης Οικονομίδης

Ο σκηνοθέτης του «Σπιρτόκουτου» συμμετέχει στην «Διεθνή Εβδομάδα Κριτικής» του Φεστιβάλ των Καννών με τη δεύτερη ταινία του, την «Ψυχή στο Στόμα», ένα “κοινωνικό, υπαρξιακό, μαύρο θρίλερ” όπως την ορίζει ο ίδιος. Κι αν δυσκολεύτηκε να βρει διανομή λόγω των «δειλών» διανομέων, δεν πτοείται και δηλώνει «they got the guns, but we got the numbers», ευχόμενος «ο Θεός του κινηματογράφου να τους λυπηθεί», μιας και ο ίδιος δεν προτίθεται…

Το ότι η δεύτερη ταινία σου, «Η Ψυχή στο Στόμα» επιλέχθηκε να παρουσιαστεί στις Κάννες, το αισθάνεσαι σαν δικαίωση;
Δικαίωση, τιμή… Είναι ένα βήμα οι Κάννες.

Έχεις ξαναπάει στις Κάννες;
Όχι, ποτέ. Άσε που στην ιδέα και μόνο έχω φρικάρει κιόλας. Γιατί είμαι λίγο αγοραφοβικός. Θα προτιμούσα να αρρωστήσω και να χάσω αυτό το ταξίδι. Αλλά μάλλον θα το φάω στη μάπα όπως φαίνεται.

Στη Θεσσαλονίκη ήταν πιο εύκολα τα πράγματα;
Ναι… Βέβαια, δεν ξέρω ακόμα πώς θα `ναι στις Κάννες. Η αλήθεια είναι ότι στην ελληνική πίστα, πολλές φορές, το περιβάλλον είναι πιο εχθρικό και πιο κακόβουλο, πιο καχύποπτο, πιο επιθετικό. Οπότε… Όχι. Θα έλεγα ότι η εμπειρία της Θεσσαλονίκης, ειδικά με την «work in progress» προβολή της ταινίας μου, ήταν λίγο δυσάρεστη. Ένιωσα ότι το κοινό είχε έρθει να δει την ταινία με ακονισμένα μαχαίρια. Δεν ήταν τόσο φιλικό.

Οι κριτικοί κινηματογράφου;
Μια χαρά. Από τους πρώτους που στήριξαν την ταινία, Ν.Φ. Μικελίδης, Χ. Μήτσης, Γ. Ζουμπουλάκης, Ά. Καπράνος… Αγάπησαν την ταινία οι άνθρωποι και έγραψαν από μόνοι τους κάποια πράγματα, να τη στηρίξουν, δεδομένων των προβλημάτων που είχε και που έχει ακόμα η ταινία. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν να ανέλαβαν να υπερασπίσουν την περηφάνια της ταινίας. Είναι σημαντικό αυτό. Η Μ. Κατσουνάκη, η Β. Γεωργακοπούλου, ο Θ. Κουτσογιαννόπουλος, ο Ρ. Εκσιέλ… Είναι σημαντικό ότι η ταινία έκανε κάτι σ` αυτό τον κόσμο και αυτοί οι άνθρωποι λειτούργησαν τελικά αυθορμήτως, να υπερασπιστούν την προσπάθεια, στην ουσία. Μια ταινία που τους άρεσε, μια ταινία που είχε δυσκολία. Είναι πολύ συγκινητικό.

Γιατί παρόλα αυτά είχες πρόβλημα να βρεις διανομή;
Γιατί μπλέξαμε με κάποιους συγκεκριμένους διανομείς οι οποίοι είναι απλά δειλοί. Φοβηθήκανε. Είδανε την ταινία και τρομάξανε. Κακό γι` αυτούς, κάνουν λάθος εκτίμηση. Θεώρησαν ότι η ταινία είναι για τα σκουπίδια. Ότι δεν μπορεί να ιδωθεί από ανθρώπου μάτι. Βγαίναν έξω και διακήρυτταν ότι η ταινία είναι «unreleased». Απίστευτα πράγματα, αποκρουστικά, φρικαλέα. Συν τοις άλλοις, άρχισαν να διαβάλουν κι εμένα. Λέγανε, «τι κρίμα, ο Οικονομίδης, που τον πιστέψαμε στο «Σπιρτόκουτο» και τώρα τον πήρε η κάτω βόλτα, απέτυχε σαν σκηνοθέτης και τι ταινία ήταν αυτή και τι έκτρωμα ήταν αυτό»… και κάτι τέτοιες αηδίες λέγανε από δω κι από κει. Ο Θεός του κινηματογράφου να τους λυπηθεί. Εγώ πάντως δεν τους συγχωρώ, γιατί η συμπεριφορά τους ήταν απαράδεκτη.

Το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου είναι ότι από τη στιγμή που θα γυριστεί μια ταινία, είναι πολύ δύσκολο να βρει κοινό και -αν βρει διανομή- κόβει ελάχιστα εισιτήρια. Ποιος ευθύνεται γι` αυτό;
Εμείς οι ίδιοι, οι σκηνοθέτες. Πριν αρχίσουμε να κατηγορούμε όλα τα υπόλοιπα, τη διανομή, την παραγωγή, τα σενάρια κλπ., την πιο μεγάλη ευθύνη για το χάλι και την κατάντια της ελληνικής κινηματογραφίας, την έχουμε εμείς οι ίδιοι οι σκηνοθέτες, οι δημιουργοί. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, ας το παραδεχτούμε. Εγώ πιστεύω ότι όταν κάνεις μια καλή ταινία, αργά ή γρήγορα βρίσκει το δρόμο της. Ακόμα κι αν πρέπει να περάσει μέσα απ` την κόλαση. Και μετά είναι όλα τα άλλα. Ο κόσμος είναι κακός, γεμάτος δυσκολίες, γεμάτος αντιξοότητες. Την ίδια δυσκολία που έχω εγώ να κάνω μια ταινία και να την προωθήσω, την έχει κι ένας λογοτέχνης που θα κάνει ένα βιβλίο, την έχει κι ένας φοιτητής κι ένας απλός μεροκαματιάρης άνθρωπος που προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά του και να πληρώσει το νοίκι… Θέλω να πω ότι ο κόσμος είναι γεμάτος προβλήματα, δεν υπάρχει θέμα. Η ουσία είναι όμως ότι πάντα πρέπει να ξεκινάμε απ` τον εαυτό μας, απ` την αυτοκριτική.

Το “Σπιρτόκουτο” όμως που είναι μια καλή ταινία, δε βρήκε το κοινό της στον κινηματογράφο, παρά μόνο όταν βγήκε σε dvd που μετατράπηκε σε σχεδόν cult φαινόμενο.
Ναι, δεν την στήριξαν και δεν την πίστεψαν όπως έπρεπε. Δεν τους έκοψε να την προωθήσουν όπως έπρεπε. Κάνουν απλά την τυπική κινηματογραφική διανομή, βγάλανε την ταινία διεκπεραιωτικά στους κινηματογράφους, δεν την παλέψανε και βέβαια ο κόσμος ανακάλυψε την ταινία στο dvd και τους διέψευσε και τους απέδειξε ότι οι ταινίες θέλουν πιο πολύ πίστη, πιο πολύ δουλειά όταν βγαίνουν στους κινηματογράφους. Θέλουν πιο πολύ αγάπη, πάθος. Όχι απλά, κάνουμε τις πέντε τυπικές κινήσεις και τελειώσαμε κι έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη ότι κάναμε ότι μπορούσαμε και πάμε για ύπνο. Θέλει αγώνα το πράγμα. Για να κατακτήσεις κάτι και να φτάσεις κάπου, θέλει αγώνα. Αυτοί οι άνθρωποι μάλλον, δεν καταλαβαίνουν από τέτοια πράγματα.

Η πρώτη σου ταινία προκάλεσε σοκ στο κοινό, γιατί ήταν κάτι καινούργιο στον ελληνικό κινηματογράφο. Παρόλα αυτά, η “Ψυχή στο Στόμα” είναι ακόμα πιο σκληρή. Ήταν το ίδιο σκληρή και η δημιουργική διαδικασία;
Σαφώς η «Ψυχή στο Στόμα» είναι πολύ πιο ακραία ταινία, διαπραγματεύεται πολύ πιο ακραίες και δύσκολες δραματουργικά καταστάσεις και σκηνές. Στο ύφος, την ουσία και τη φόρμα της είναι πιο ζόρικη, πιο σκοτεινή, πιο υποδόρια, πιο υποχθόνια…

Ένα θρίλερ;
Κοινωνικό, υπαρξιακό, μαύρο θρίλερ. Διαπραγματεύεται σαφώς πιο σκοτεινές καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Πάει πολύ πιο βαθιά δηλαδή στην ψυχή και όπως καταλαβαίνεις, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η ψυχή μου ήταν στην Κούλουρη. Έτρεμα, γιατί ήξερα ότι μια λάθος κίνησή μου, θα μπορούσε να με ρίξει κάτω απ` το σκοινί. Ένοιωθα σαν ισορροπιστής. Πολύ δύσκολη ταινία. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να αποτύχει. Αν πούμε ότι τελικά πέτυχε, θα μπορούσε πολύ εύκολα, με λίγο διαφορετικό ζύγισμα, με λίγο διαφορετική αντιμετώπιση, επιπολαιότητα, κάτι, μια βίδα να μη βιωνόταν σωστά κλπ., θα μπορούσε αυτή η ταινία να ήταν ένα Βατερλό. Βέβαια, το ότι καταφέραμε για μένα το ακατόρθωτο, οφείλεται στο πώς λειτούργησε η ομάδα. Γι` αυτό και μιλάω στον πληθυντικό. Δεν είμαι μόνο εγώ που κατάφερα να κάνω αυτή την ταινία, είμαστε εμείς. Μια ομάδα ανθρώπων, συντελεστών, οι ηθοποιοί, ο παραγωγός (ο Παναγιώτης Παπαχατζής), οι χρηματοδότες, οι δημιουργικοί συντελεστές…

Αληθεύει ότι υπογράψατε ιδιωτικό συμφωνητικό με τον παραγωγό για τα γυρίσματα…
Δεν είναι φήμη, έχει γραφτεί και στον τύπο, είναι μια πραγματικότητα. Απλά στη μέση των γυρισμάτων, σε κάποια γυρίσματα που ήταν πολύ άγρια και επιθετικά, είχε χυθεί αίμα. Κι εκεί μια κοπέλα απ` την παραγωγή θορυβήθηκε και μας `κάρφωσε` στον παραγωγό. Τον πήρε τηλέφωνο και του είπε «αυτοί θα σκοτωθούν μεταξύ τους, θα πάνε στο νοσοκομείο, θα μπλέξουμε…». Βέβαια όλα ήταν ελεγχόμενα, τα είχαμε προβάρει και δεν είμαστε και μαλάκες… Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι πάντα υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να συμβεί το κακό… Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια… Εν πάση περιπτώσει, ο παραγωγός έκρινε ότι έπρεπε κάπως να είναι καλυμμένος και κατέβασε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό που έλεγε ότι «μάγκες, ό,τι κάνετε, το κάνετε με δική σας ευθύνη». Δηλαδή, άμα εσείς θέλετε να σκοτωθείτε και να ανοίξετε τα κεφάλια σας, δεν θέλω εγώ να μπλέξω ξαφνικά και να βρεθώ στον Κορυδαλλό και να πληρώνω μια ζωή τα μαλλιοκέφαλά μου… Απ` τη δική του τη μεριά, είχε δίκιο. Απ` την άλλη κι εμείς, απ` τη στιγμή που ζούμε στην Ελλάδα και δεν έχουμε τη φοβερή παράδοση με κασκαντέρ, τεχνικές κλπ., κάτι έπρεπε να κάνουμε. Δηλαδή, η αλήθεια είναι ότι λειτουργήσαμε σ` ένα βαθμό τολμηρά κι ακραία, επιπόλαια… τι να πω; Ευτυχώς, δεν έγινε το κακό. Θα μπορούσε να γίνει και να `χα βρει κι εγώ, πρώτος απ` όλους, το μπελά μου. Εκ των υστέρων καλώς έγινε, το είπα και του Παναγιώτη του παραγωγού, “να είναι ήσυχος, εσύ δεν φταις σε τίποτα”…

Ένα αντίστοιχο ιδιωτικό συμφωνητικό πιστεύεις ότι θα έπρεπε να υπογραφεί και με τους θεατές της ταινίας; Ή προτιμάς να πάνε απροετοίμαστοι;
Όχι, καθόλου. Η ταινία σοκάρει στο βαθμό που σοκάρει η πραγματική βία και σκληρότητα της πραγματικής ζωής. Η ταινία μου δηλαδή δεν είναι κορεάτικου τύπου… φαντεζί ταινία βίας και άλλες τέτοιες αηδίες… Είναι ωμή, μια ταινία που βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο και λέει τα πράγματα με τ` όνομά τους, μια ταινία που για πρώτη φορά τολμά να αναμετρηθεί με την κακία των ανθρώπων και δη του νεοέλληνα. Είναι μέσα στην παράδοση και τη σχολή των αδερφών Dardenne, του Larry Clark, του Gaspar Noe, που κάνουν ένα σινεμά, “ο ρεαλισμός του ρεαλισμού”. Όχι η καλλιγραφία του ρεαλισμού που κάνουν κάτι τυπάκια σαν τον Tarantino ή κάτι Κορεάτες που είναι στην ουσία λίγο “comix”, λίγο “μπαλέτο της βίας”, σαν να βλέπεις ένα διαφημιστικό.

Ωστόσο, με τα κόμικς δεν φαίνεται να έχεις πρόβλημα…
Έχω πρόβλημα με τα κόμικς τα “γιαλαντζί”. Τα κόμικς που είναι διαφημιστικά. Με τις πραγματικές ταινίες κόμικς που έχουν ατμόσφαιρα και μυρωδιά, όπως είναι το «Delicatessen», η «Πόλη των Χαμένων Παιδιών», το «El Mariachi», το «Santa Sangre», δεν έχω πρόβλημα. Έχω πρόβλημα με κάτι «Sin City» κλπ., που στην ουσία είναι καλογυαλισμένη διαφήμιση. Με αυτά έχω πρόβλημα. Θεωρώ ότι οικειοποιούνται τα κόμικς για να τα ξεφτιλίσουν και να τα απαξιώσουν.

Το «V for Vendetta» σε ποια κατηγορία το εντάσεις;
Αυτή η ταινία μ` άρεσε. Ήταν ειλικρινής. Είχε και μια ουσία. Πιο κινηματογραφική απ` ότι «κομίστικη». Σαφώς δεν έχει σχέση με κάτι άλλες αηδίες, όπως το «X-Men». Τι σχέση έχει αυτό με το κόμικς; Είναι μια mainstream βιντεοκλιπίστικη διαφημιστική περιπέτεια. Ασύλληπτη ταινία κόμικς ήταν αυτή που είχε ήρωα ένα κομίστα, το «American Splendor». Αυθεντική, μεγάλη ταινία. Χιούμορ φοβερό, διαχρονικό…

Θα μπορούσε να παίξει και ο Ερρίκος Λίτσης σ` αυτή την ταινία…
Ο Ερρίκος του `Σπιρτόκουτου` (γέλια)… Θα μπορούσε. Του το `πα! Του `πα “δες τη ρε μαλάκα την ταινία, θα μπορούσες να είσαι εσύ εκεί”…

Πώς τον ανακάλυψες τον Ερρίκο; Από τότε που έπαιξε στο «Σπιρτόκουτου», τον έχουμε δει να εμφανίζεται παντού. Ήταν ηθοποιός;
Απλά ξεκίνησε πολύ αργά. Όταν εγώ τον πήρα για να κάνουμε το `Σπιρτόκουτο` που ήταν και η παρθενική του εμφάνιση, ήταν ηθοποιός. Είχε τελειώσει μια σχολή. Άρα, είχε μπει στο δρόμο της υποκριτικής τέχνης. Απλά ξεκίνησε αργά ο άνθρωπος. Από κει και πέρα ο Ερρίκος είναι ένας ευφυής άνθρωπος, πολύ μεγάλο ταλέντο, λαϊκό παιδί, με απαράμιλλη κινηματογραφικότητα στην έκφρασή του και μια μεγάλη ψυχούλα, μια μεγάλη καρδούλα. Του εύχομαι ότι κάνει στη ζωή του να είναι καλό, να είναι περήφανος και να χαίρεται γι` αυτό.

Πόσο καιρό τού πήρε να ξαναβρεί τη φωνή του μετά το «Σπιρτόκουτο»;
Η αλήθεια είναι ότι είχε ταλαιπωρηθεί πολύ με το «Σπιρτόκουτο». Τώρα πόσο καιρό τού πήρε… Πάντως, ταλαιπωρήθηκε πολύ ο άνθρωπος. Για να καταλάβεις, για ένα πλάνο, εκεί που ανοίγει και κλείνει μια πόρτα με μια ακέφαλη Cindy Crawford, τον είχα βάλει να το κάνει 80 φορές. Ήρωας ο άνθρωπος, ήρωας!

Τώρα έχεις μπροστά σου την προβολή της «Ψυχής στο Στόμα». Μετά από αυτό έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις;
Έχω σκεφτεί. Απλά, πρέπει να δουλευτεί. Η σκέψη δεν αρκεί. Πρέπει να κάτσουμε κάτω να γράψουμε σενάριο.

Θα κινηθεί στα ίδια πάνω-κάτω πλαίσια;
Θα είναι μια ταινία ζόρικη πάλι, όχι όμως στην ίδια λεκτική ακρότητα, πιστεύω ότι το έχω εξαντλήσει το θέμα με την ψυχή. Αυτή τη φορά θα έχει να κάνει με τον κόσμο της παρανομίας. Των παρανόμων. Outlaws… Με την αλητεία δηλαδή. Πάντα στην Αθήνα και νιώθω ότι θα είναι πιο υπαρξιακή αυτή η ταινία. Πιο βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Ίδωμεν…

Οι οιωνοί είναι πάντως καλοί.
Τους οιωνούς τους δημιουργούμε. Εμείς φάγαμε μεγάλο πόλεμο. Όχι ότι δεν το περίμενα δηλαδή, γιατί η «Ψυχή στο Στόμα» είναι πολύ ακραία δουλειά για την ελληνική πραγματικότητα και το ελληνικό παρελθόν, την ελληνική κινηματογραφική παράδοση. Είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα συμβεί όταν βγει αυτή η ταινία στον κινηματογράφο.

Πες μου μερικά παραδείγματα πρόσφατων ελληνικών ταινιών που θεωρείς εσύ “λαϊκό σινεμά”.
Η «Αγρύπνια» και ο «Βασιλιάς» του Γραμματικού, ο «Όμηρος» και «Από την Άκρη της Πόλης» του Γιάνναρη, είναι ταινίες που, γαμώτο δηλαδή, θα μπορούσε να τις δει η μισή Ελλάδα και να πει “ναι, γουστάρω”. Όχι χίλιοι άνθρωποι, με κατάλαβες τι θέλω να σου πω; Ντροπή, μεγάλη ντροπή… Πρώτα απ` όλα, υπάρχει μια διαφορά, μην τα μπερδεύεις. Δηλαδή, cult μπορεί να είναι και οι ταινίες του David Lynch που τις καταλαβαίνουν μόνο οι μυημένοι αλλά μπορεί να είναι και το «Rocky Horror Picture Show» ή η «Αποκάλυψη Τώρα» ή ο «Αταίριαστος ή το Mean Streets» που έχουν άλλο “impact”, είναι αφηγηματικές, προσβάσιμες δηλαδή στον οποιονδήποτε. Με αυτή την έννοια, δεν είμαι cult, ούτε θα ήθελα ποτέ να είμαι. Τώρα, αν οι ταινίες μου έχουν φανατικό κοινό, είναι μαγκιά αυτού του κόσμου ο οποίος υπερασπίζεται σφόδρα αυτό που του αρέσει.

Εγώ ξέρω τουλάχιστον 10 φανατικούς…
Έτσι μπράβο. Όπως κι εγώ είμαι σφόδρα υπέρμαχος και φανατικός του «Μόνος εναντίων όλων» του Noe. Μια φορά το μήνα τουλάχιστον θα κάτσω να δω αυτή την ταινία και θα τελειώσει και θα πω “ρε π… μου, πώς την έκανε αυτή την ταινία αυτός ο άνθρωπος. Μακάρι να την είχα κάνει εγώ”… Αλλά αυτή η ταινία, μπορεί να είναι δύσκολη αλλά είναι απλή, μπορεί να τη δει οποιοσδήποτε.

Τα σενάρια των ταινιών σου τα είχες καταθέσει στο Κέντρο Κινηματογράφου;
Τα έχω καταθέσει αλλά και τις δύο φορές πήρα τ` αρχ… μου. Μου δώσανε λεφτά εκ των υστέρων. Δηλαδή κάτι κόκαλα, κάτι ψίχουλα. Κάτι ψιλά “για τ` αποθαμένα μας”… Παρηγοριά στον άρρωστο που λέμε. Κανονική χρηματοδότηση δεν έχω πάρει ποτέ από το Κέντρο. Ξεφτίλα δεν είναι;

Τι έχεις να πεις στο κοινό που θα έρθει να δει την ταινία;
Θα του πω αυτό τον στίχο απ` το τραγούδι του Morisson, το “Five to One, One in Five”, που λέει κάποια στιγμή “they got the guns, but we got the numbers”. Έχουν την εξουσία αλλά εμείς έχουμε τα νούμερα, είμαστε πολύς κόσμος. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που έχουν αγωνία, που νοιάζονται γι` αυτό τον τόπο, που ψάχνονται, τολμάνε να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, που δεν είναι ευχαριστημένοι μ` αυτά που γίνονται… Πιστεύω ότι υπάρχει πολύς τέτοιος κόσμος κι ας προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, ότι δηλαδή η Ελλάδα αποτελείται πια από κρετίνους, ότι όλοι είναι βλάκες και το μόνο που θέλουνε είναι να χαϊδεύονται, να διασκεδάζουν και να μαλακίζονται. Διαφωνώ. Υπάρχει κόσμος που είναι ανήσυχος, που βράζει. They got the guns, but we got the numbers. Και αυτό πρέπει να αποδείξουμε μ` αυτή την ταινία. Όπως με το `Σπιρτόκουτο` που την είδε τόσος κόσμος και γούσταρε. Δεν ήταν τυχαίο. Πέρα από το ότι ήταν μια καλή ταινία, κάτι τους άγγιξε, κάπως τους μίλησε, κάτι είδαν σ` αυτή την ταινία κι αυτό είναι σημαντικό.

Αν “ο κόσμος βράζει” όπως λες, πόσο πιθανό είναι να δούμε κι εδώ κινήματα αντίστοιχα της Γαλλίας;
Εγώ πιστεύω ότι θα γίνει κι εδώ. Ναι, δεν υπάρχει περίπτωση. Τα πράγματα δεν είναι καλά. Πάμε για πόλεμο, πάμε για σύγκρουση. Και πρέπει κι εμείς οι κινηματογραφιστές να πάρουμε θέση, να είμαστε ενεργοί μέσα σε όλον αυτό τον αναβρασμό, όχι να είμαστε στην κοσμάρα μας. Ελπίζω να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο, είναι πολύ σημαντικό.

Από το Cine.gr

~ από ipsihistostoma στο 5 Δεκεμβρίου, 2006.

13 Σχόλια to “Cineντευξη:Γιάννης Οικονομίδης”

  1. Εξαιρετικός ο διαβόητος κύριος Οικονομίδης, όπως και εξαιρετική και η δουλειά του.

    Σκληρή η πραγματικότητα και πάλι της ταινίας του, αλλά υπαρκτή.

    Κοφτερό μυαλό. Μπράβο του.

  2. Δημοσιευμένο στην εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ» στις 26/11/06
    στη στήλη «ΔΑΙΜΟΝΙΚΑ»

    Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
    Μπορεί μια ταινία να σου φέρει την «ψυχή στο στόμα»;

    Αυτές τις μέρες ζούμε στην πόλη το γεγονός του φεστιβάλ κινηματογράφου. Όποιος το παρακολουθεί από κοντά εύκολα διαπιστώνει ότι από τα πολλά τμήματά του το πιο αδύναμο είναι το Ελληνικό Τμήμα. Οι λόγοι είναι πολλοί και υπάρχουν πιο αρμόδιοι να τους αναλύσουν. Ευτυχώς όμως συμβαίνουν και κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις που μας αποζημιώνουν και δίνουν ελπίδες για ένα άλλο, τολμηρό και ριζοσπαστικό σινεμά. Ο λόγος για την ταινία «Η ψυχή στο στόμα» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Οικονομίδη, που έχει επιλεγεί και για το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα. Χωρίς να θελήσω να κάνω κριτική, θα πω μόνο πως πρόκειται για μια ταινία γροθιά στο γεμάτο στομάχι μας και υπονόμευση της βολεμένης μας σοβαροφάνειας. Ο κυρίαρχος λεκτικός φασισμός του σεναρίου κι οι ακραίοι χαρακτήρες που υποστηρίζονται από σπουδαίες ερμηνείες, παρουσιάζουν ένα υπαρκτό λούμπεν προλεταριάτο, σπαραχτικό κι αδιέξοδο, που κλονίζει τον μικροαστισμό μας. Γι’ αυτό και κάποιοι θεατές έφυγαν πριν το τέλος, δεν άντεξαν. Η ταινία είναι έτοιμη εδώ κι ένα χρόνο και δεν έχει βρει ακόμη αξιοπρεπή διέξοδο στις αίθουσες για ευνόητους λόγους. Ο Οικονομίδης είναι νέος, με καλό μυαλό και πολύ κουράγιο, συγκρουσιακός κι επίμονος και σίγουρα θα σφραγίσει το μέλλον του ελληνικού σινεμά.
    Μετά τη δεύτερη προβολή της ταινίας ξεκίνησε μια κουβέντα μεταξύ των συντελεστών της και των θεατών. Επειδή όμως έπρεπε να αδειάσει η αίθουσα για την επόμενη ταινία, έπεσε η ιδέα να συνεχίσουμε έξω στο λιμάνι. Κι έγινε κάτι σπουδαίο: 30-40 άνθρωποι μείναμε όρθιοι μέσα στην υγρασία του λιμανιού για μιάμιση ώρα κι είπαμε πολλά κι ενδιαφέροντα. Θύμιζε εικόνες της εποχής της νουβέλ βαγκ, όταν σινεμά και κίνημα πήγαιναν μαζί. Κρατώ κάποιο σχόλιο: «μήπως μετά από αυτή την κουβέντα θα γυρίσουμε πάλι στη μικροαστική μας ευμάρεια, ανακουφισμένοι γιατί ότι είδαμε στην ταινία γίνεται κάπου μακριά μας;» Τόσο μακριά μα τόσο κοντά, όπως θα έλεγε κι ο Βιμ Βέντερς που είναι αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη προσκεκλημένος του φεστιβάλ!
    Ένας καλός μου φίλος κι από τους καλύτερους ρόλους της ταινίας, ήταν πάντα, συναισθηματικά, κοντά στο ΚΚΕ. Σίγουρα θα πέρασε από το μυαλό του, λόγω πολιτικής καταγωγής, ότι κάποτε το προλεταριάτο, παρά την αλλοτρίωσή του, θα γίνει ξανά το επαναστατικό υποκείμενο της κοινωνίας. Όπως φαίνεται όμως η εργατική τάξη, στο μεσαίωνα του νεοφιλελευθερισμού, δεν πάει πια στον παράδεισο αλλά στην κόλαση…

    Ο δικηγόρος του διαβόλου

  3. Καλός σκηνοθέτης ο κ. Οικονομίδης, αλλά η ψυχή στο στόμα δεν είναι παρά ένα αναμάσημα των ίδιων εμμονών με καλύτερο περιτύλιγμα. ¨οσο για τη γροθιά στο σστομάχι, λυπάμαι, αλλά η ταινία μου προκάλεσε μειδιάματα λόγω των «γαλλικών» της και στη συνέχεια χασμουρητά για την επαναλαμβανόμενη μανιέρα της.
    Αλλο οργή αγαπητοί μου, και άλλο υστερία…
    Και στο κάτω κάτω, ο κυριος οικονομίδης ασχολείται με το σπορ του σινεμά (ένα σπορ για λίγους) οπότε οι κορώνες του για τους αδικημένους και τους λούμπεν αυτού του κόσμου δείχνουν να πέφουν στο κενό…

  4. Κοιτάξτε, ο καθένας βλέπει τα πράγματα από διαφορετική γωνία. Αν αναπτύξω εδώ τη διαφωνία μου η ταινία θα έχει κάνει ακόμη ένα βήμα. Εαν σε σας φάνηκε βαρετή η διαλογική λούπα της σε εμένα ήταν το κυρίαρχο στοιχείο που μόνο ένας σκηνοθέτης του επιπέδου και των βιωμάτων του Οικονομίδη θα μπορούσε να αγγίξει -και να στραγγαλίσει- τόσο καλά. Οσο για τις κορώνες που λέτε θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας ο σκηνοθέτης για να εκφράσει την υπαρκτή δυστυχία μέσω μιας ταινίας μυθοπλασίας να ζούσε σε χαρτόκουτο?

  5. Ήμουν μέσα στη μεταμεσονύκτια προβολή έπληξη της ταινίας πέρυσι στη Θεσσαλονίκη. έχει μιλήσει κανένας για τα γιούχα, το γέλιο και το κράξιμο; Μόνο ως cult κωμωδία μπορεί κανείς να το δεί! Τίποτα παραπάνω. Καμμία σχέση με το σπιρτόκουτο. Εκείνη ήταν ταινία με αρχ… ενώ αυτή είναι για τον π… και μόνο π…. και πάλι π…. και φτάνει!

  6. όταν αναφέρεται στη διανομή προφανώς εννοεί την playtime..αφού από ότι φαίνεται δεν θα υπάρξει διανομή ας την βγάλουν κατευθείαν σε dvd και download, πιο πολλά θα πουλήσουν τώρα που ακόμα συζητάει ο κόσμος για αυτήν..

  7. @festivalist δεν είναι καθόλου cult και βέβαια δεν είναι κωμωδία. Τι κωμικό βρίσκεται εσείς όταν κάποιος σπάει το κεφάλι της γυναίκας του χτυπώντας το στον τοίχο?

    @potatojunkie η πώληση όταν μιλάμε για τέχνες είναι ένα κομμάτι ασαφές.

  8. Όλα καλά ρε. Όλα καλά.

    Γιάννη μη μασάς. Θα τιγκάρει ο «Μικρόκοσμος». Ενδεχομένως οι μισοί να φύγουν πάλι, αλλά θα ακουστεί η ταινία και μακάρι να πάει τόσο δυνατά που οι ίδιοι διανομείς που την έβγαζαν σκουπίδι να στη ζητήσουν για δεύτερη αίθουσα. Τη βδομάδα πριν βγει πάντως θα σου κάνω τρελό promotion στο μπλογκ μου, πλύση εγκεφάλου μιλάμε. Τζάμπα, με κάνα-δυό ρακόμελα θα είσαι εντάξει.

    Υ.Γ. Δεν συμφωνώ για το εχθρικό κλίμα στη Θεσσαλονίκη το 2005. Υπήρχε ένας ηλεκτρισμός στην αίθουσα, μια προσμονή ότι «θα δούμε ταινιάρα». Δυστυχώς, από όσους περνιούνται για σκηνοθέτες και hardcore σινεφίλ, ελάχιστοι είχαν τ’ αρχίδια για να δουν πίσω από το βρισίδι των διαλόγων.

  9. Κι εγώ Γιάννη είμαι μαζί σου. Το «Σπιρτόκουτο» ήταν συγκλονιστικό και πιστεύω πολύ στην «Ψυχή».

    Είμαι σίγουρος ότι θα είναι από αυτές τις περιπτώσεις που η αναγνώριση θα έρθει αργά και θα προέρχεται από την «ουρά», δηλαδή την δύναμη του κόσμου. Ο Ξυδάκης το περιγράφει πολύ καλά στο άρθρο του στην σημερινή Καθημερινή.

    Και νομίζω ότι σκηνοθέτες σαν εσένα πρέπει να στηρίζονται περισσότερο στα νέα ψηφιακά μέσα (βλ. blogs), παρά στους μαλάκες διανομείς. Δεν μπορώ να φανταστώ για παράδειγμα τον Solondz ή τον Clark να παίζονται στις Αμερικάνικες αίθουσες με ιδιαίτερη ευκολία.

    Αν και για τέτοιες «εσωτερικές» ταινίες προτιμώ την μοναξιά του δωματίου μου, την Πέμπτη θα είμαι στον Μικρόκοσμο.

  10. Φαβα η ταινια.Μονο οι ατακες του Περικλη και τα μπινελικια αξιζαν

  11. Οκ… Περναει καποια βαθυτερα μηνυματα, συμφωνω. Και εχει ρυθμο και αποψη στις ταινιες που εκανε.
    Ομως και κοπρολαγνικα και ουροφιλικα βιντεο αμα δειτε, κι απο κει θα λαβετε μηνυματα οσον αφορα την ανθρωπινη φυση. Η ανωμαλια και η διαστροφη παντα εχουν θεμα να δωσουν.
    Αν καταφερει να γυρισει ποτε ενδιαφερουσα ταινια χωρις βρισιες, θα ειναι μαγκας. Αμφιβαλλω κι αν θα το δοκιμασει ποτε του. Μαλλον φοβαται.
    Για την ωρα παραμενει ενας ταλαντουχος μαλακας.
    Ιδωμεν.

  12. Πιο στημένο βρίσιμο δε παίζει να υπάρχει, τη κάμερα την έστησες σ’ένα τρίποδο και τη ξέχασες, και ένα έχω να πω: «Πούτσα και ξύλο και σούβλα στους ατάλαντους!», και άσε τις καριόλες ήσυχες… Δες λίγο David Lynch να καταλάβεις σινεμά, το παίζεις και κουλτουριάρης παλαβιάρη Γιαννάκη. Σε πάω με χίλια ρε, είσαι γαμώ τα παιδιά ρε…χαχαχαχα, ακόμα γελάω, όπως βρίζουν τα γυμνασιάκια και τα λυκειάκια στα σχολεία είναι οι διάλογοι…

  13. Δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου απλά ένας ιδανικός και ανάξιος εραστής που έχει φάει πολλές ώρες απ’τη ζωή του μπροστά από οθόνες διαφόρων μεγεθών. Η ταινία όντως είναι μια γροθιά στο στομάχι όπως τα έργα τέχνης πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι. Το σενάριο δεν έχει τρύπες και οι χαρακτήρες έχουν ένα βάθος – που όμως είναι ομοιόμορφο και πάει στην ίδια κατεύθυνση για όλους. Πέραν αυτού έχω να πω οτι βλέπω με καχυποψία σκηνοθέτες που τα βάφουν όλα μαύρα – νομίζω η υπαρξιακή αγωνία διαγράφεται πιο ανάγλυφα σε μια κωμωδία του Γούντι Άλλεν παρά σε μια ταινία με το ζόρι βίαιη και μαύρη. Βεβαιά η ώριμη κωμωδία, η ειρωνία και η σάτιρα είναι είδη που απαιτούν και μεγαλύτερη ευφυία και μεγαλύτερη εμπειρία ίσως. Επίσης στην ταινία ο πρωταγωνιστής γίνεται ήρωας και άγιος – και κανείς μας δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε άγιος. Γίνεται δέσμιος καταστάσεων που δε μπορεί να διαφύγει – ενώ στο τέλος όλοι μας τη γλυτώνουμε με καμιά πουστιά και πάμε για μπύρες με κανά φιλαράκι μας. Εν τέλει είναι μια χονδροειδής καρικατούρα οσιομάρτυρα που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, πόσο μάλλον σε ένα σινεμά «του ρεαλισμού για τον ρεαλισμό». Σαν ένας άλλος Αγγελόπουλος (που έχει μείνει σε μάνες του Εμφυλίου που σπαράζουν), ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα «σκληρό» κόσμο που θέλει να περιγράψει με ρεαλισμό μια πραγματικότητα που υπάρχει ίσως μόνο στο μυαλό του.

Σχολιάστε