Ψυχοβγάλτης/Sraosha – Rakasha

Είδα προχτές την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Η ψυχή στο στόμα. Ο Οικονομίδης είναι, φυσικά, ο σκηνοθέτης του θρυλικού Σπιρτόκουτου, της σημαντικότερης ελληνικής ταινίας των τελευταίων ετών μαζί με το oeuvre του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.

Περισσότερο και από το Σπιρτόκουτο, Η ψυχή στο στόμα είναι μία καταιγιστική ταινία, τρομακτική στην αλήθεια της. Πρόκειται για ένα βίαιο έργο, όπου όμως το μεγαλύτερο μέρος της βίας είναι ψυχολογικής φύσης. Πιθανότατα ο τίτλος να αναφέρεται και στο τι παθαίνει ο θεατής παρακολουθώντας μια ατέρμονη κι άσκοπη πάλη συντεθειμένη από κοντινά πλάνα σε αμείλικτα μούτρα είτε μουτζουρωμένα από ηλεκτρικό ημίφως είτε που τα καταυγάζει λαμπτήρας φθορίου.

Ο τόνος της ταινίας είναι τόσο αβάσταχτα ισορροπημένος, ώστε όταν έχεις δύο τραμπουκάκια να επαναλαμβάνουν, εν είδει των συντόμων ‘Κύριε Ελέησον’ και λίγο σαν γηπεδική ιαχή, την προτροπή ‘πούτσο και ξύλο’, ‘πούτσο και ξύλο’, ‘πούτσο και ξύλο’, ‘πούτσο και ξύλο’, ‘πούτσο και ξύλο’, ‘πούτσο και ξύλο’, δε γελάς. Δε γελάς καθόλου. Γιατί μόλις έχει προηγηθεί από το στόμα του ενός η ελλειπτική αλλά ανατριχιαστική περιγραφή ξυλοδαρμού μιας γυναίκας, της κοπέλας του.

Όσον αφορά το ‘στόμα’: οι διάλογοι είναι αυτό που λέμε ‘οχετός’, ένα αφηγηματικά στημένο ανθολόγιο της ελληνικής βωμολοχίας. Όχι με τον χαζοκολωνακιώτικο τρόπο της ελληνικής επιθεώρησης αλλά ως το όπλο όσων δεν έχουν όπλο, τουλάχιστον όχι εύκαιρο όπλο. Πού και πού, εκρήξεις απροσδόκητης δημιουργικότητας, γλωσσικής, αφηγηματικής, εικαστικής. Αλλά καμμιά ανάταση. Καμμία. Μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά είχε αποχωρήσει ο μισός σινεμάς. «Αμάν πια, ‘μαλάκα’ και ‘μαλάκα’ και ‘μαλάκα’… τι ταινία είναι αυτή;»

Μπορεί να είναι επαρχία εδώ (κάτι μας είπε για ‘Πρέβεζα’ ο σκηνοθέτης μετά αλλά ίσως να παράκουσα), όμως η ερώτηση είναι καίρια: γιατί να πάει ο Αθηναίος θεατής να δει στο σινεμά Μικρόκοσμος μια ταινία που αποθέωσαν οι κριτικοί και που αρνούνται να διανείμουν οι διανομείς; Γιατί να υποστούν την τρομακτική, αν και εν πολλοίς αναίμακτη, βία αυτής της ασφυκτικής ταινίας;

Γιατί πρόκειται για μια βαθύτατα πολιτική ταινία, για μία απροσδόκητα οξυδερκή ματιά πάνω και μέσα στην πραγματικότητα του καθημερινού, διαπροσωπικού φασισμού. Αντί για την αφ’ υψηλού πομπώδη ακυρολεκτική συνθηματολογία (σεναριακή και εικαστική, έτσι;) που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του ‘νέου’ ελληνικού κινηματογράφου, εδώ έχουμε μία ταινία υπαινικτική και ταυτόχρονα άμεση, δουλεμένη αλλά όμως σάρκινη, γήινη. Ο Οικονομίδης είναι θυμωμένος αλλά και ανήσυχος, τρυφερός και καθόλου υπεροπτικός αλλά ειλικρινά πύρινος.

Ταυτόχρονα, είναι μια ταινία για έναν κόσμο όπου απουσιάζει εντελώς η Αγάπη. Ο μικρόκοσμος όπου οι ήρωες του Οικονομίδη παλεύουν ορίζεται από την οικογένεια ως φορέα εξουσίας και καταπίεσης. Με τα υλικά της πλέκεται ένα κλουβί αποκλεισμού, ανέχειας και απαιδευσιάς, μια μίνι κόλαση όπου, ανάμεσα σε όλα αυτά, δεν υπάρχει πουθενά Αγάπη. Η απουσία της Αγάπης και μόνο οδηγεί στη σιωπή κάποιους ήρωες του Μπέργκμαν. Τους ήρωες του Οικονομίδη τους οδηγεί στα σοπάκια, στις κατραπακιές, στη χυδαιολογία, στο μηχανικό μπινελίκωμα και στο άγριο βρισίδι.

Πηγαίνετε στον Μικρόκοσμο. Ή περιμένετε να βγει σε ντιβιντί. Ή καθήστε να ακούσετε να μιλάν άλλοι για την ταινία σε καμμιά δεκαετία — όπως έγινε με το ‘La Haine’. Εμένα πάντως η ταινία με συντάραξε, και (νομίζω) μ’ έκανε καλύτερο άνθρωπο. Αφού πρώτα μου έβγαλε την ψυχή, φυσικά.

Από το blog Sraosha-Rakasha 

~ από ipsihistostoma στο 24 Ιανουαρίου, 2007.

Σχολιάστε